dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
καλώδιο σύνδεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anschlusskabel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καλώδιο σύνδεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kabelverbindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καλώδιο σύνδεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verbindungskabel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)